εκατήσιος

εκατήσιος
ἑκατήσιος, -ία, -ιον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εκάτη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἑκατήσιον (και Ἑκάταιον ή Ἑκάτειον)
ιερό άγαλμα τής Εκάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”